διανίστημι

διανίστημι
διανίσταμαι
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • возставляю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. ἀναστηλόω) восстанавливаю; (ἀνιστάω) воскрешаю;… …   Словарь церковнославянского языка

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • προδιανίστημι — Μ σηκώνω κάποιον, κάνω κάποιον να σηκωθεί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διανίστημι «σηκώνω, εγείρω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιανίστημι — Α ανεγείρω από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διανίστημι «εγείρω, σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ԸՆԴՈՍՏԻՄ — (տեայ, տուցեալ.) NBH 1 0773 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c, 13c չ. ԸՆԴՈՍՏԻՄ ԸՆԴՈՍՏՆՈՒՄ ԸՆԴՈՍՏՉԻՄ. ἁναπηδάω resilio διανίστημι adsurgo in altum, salto Ի վեր ոստնուլ. ʼի վեր վազել, ցնցմամբ յոտս յառնել. յանկարծ զարթնուլ ʼի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԸՆԴՈՍՏՆՈՒՄ — (տեայ, տուցեալ.) NBH 1 0773 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c, 13c չ. ԸՆԴՈՍՏԻՄ ԸՆԴՈՍՏՆՈՒՄ ԸՆԴՈՍՏՉԻՄ. ἁναπηδάω resilio διανίστημι adsurgo in altum, salto Ի վեր ոստնուլ. ʼի վեր վազել, ցնցմամբ յոտս յառնել. յանկարծ զարթնուլ ʼի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԸՆԴՈՍՏՈՒՑԱՆԵՄ — (ուցի, ուցեալ.) NBH 1 0773 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 12c ն. ἑπεγείρω, διανίστημι exsuscito, excito, stimulo եւն. Տալ ընդոստնուլ. զարթուցանել. շարժել. շարժլել. հարթուցանել. ʼի բաց վարել. ... *Ընդոստուցից փախստական զամենեսին …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՔՐՔՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 1019 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 12c, 14c ն. Գրգռել, եւ հետաքրքրել. քայքայել. քաջ բանալ եւ պարզել. հետացօտել. քննել. յուզել. շարժել. քրքրել, պրպտել, տնտղիլ. ... *Մանրամասն զամենայն մեքենայսն քրքրեալ խայտառակեաց:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”